- προσσεύω
- προσσεύω: [tense] pf. part. [voice] Pass. προσεσσῠμένοςA rushing upon, Q.S.8.166.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσεύω — Α τρέχω γρήγορα, σπεύδω προς κάποιον ή κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σεύω «τρέχω, ορμώ, πηδώ»] … Dictionary of Greek